- κατοπτέριδες
- Ζωικοί οργανισμοί, οι οποίοι έχουν εκλείψει από το ζωικό βασίλειο. Επρόκειτο για ψάρια, των οποίων το ουραίο πτερύγιο ήταν πολύ ανεπτυγμένο στον κατώτερο λοβό. Τα οστά του κεφαλιού των κ. ήταν επίσης καλά ανεπτυγμένα, τα δόντια τους ήταν επιμήκη και κωνοειδή. Γένη τα οποία ανήκουν στους κ. είναι ο κατόπτερος, ο δορύπτερος και ο περλείδος. Απολιθωμένα λείψανα των ψαριών αυτών βρέθηκαν μόνο μέσα σε στρώματα της τριάσιας διάπλασης του μεσοζωικού αιώνα, στο Κονέκτικατ και στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, στη νότια Αφρική και στη Νέα Νότια Ουαλία (Αυστραλία).
Dictionary of Greek. 2013.